τουγίοψις

τουγίοψις
η, Ν
βοτ. ιθαγενές τής Ιαπωνίας δένδρο, στενά συγγενικό με την τούγια, το οποίο τοποθετείται σε ξεχωριστό γένος και διακρίνεται από αυτήν χάρη στα μεγαλύτερα φύλλα του, στην κάτω πλευρά τών οποίων υπάρχουν κοίλες λευκές ζώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thujopsis < thuja (βλ. τούγια) + -opsis (< όψις / όψη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”